- ομόπιστος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμόπιστος, -ον)εκκλ. αυτός που έχει την ίδια πίστη με έναν άλλο ή με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + πιστός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοπιστία — ὁμοπιστία, ἡ (ΑΜ) [ομόπιστος] εκκλ. η ιδιότητα τού ομόπιστου, η ενιαία πίστη, η ενότητα τής πίστης … Dictionary of Greek
ՄԻԱՀԱՒԱՏ — ( ) NBH 2 0266 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c ա. ὀμόπιστος ejusdem fidei. Հաւատակից. միակրօն. *Միախորհ՝ միահաւատ. Ագաթ.: *Քառասուն վկայքս՝ միահաւատ քրիստոսակրօն. Սիսիան.: *Ոչ միաբանել ընդ յոյնս վասն միահաւատ լինելոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)